- Πλατύστομο
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ.), στην πρώην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εχινίς — ἐχινίς, ἡ (Α) [εχίνος] μικρός εχίνος, πλατύστομο αγγείο … Dictionary of Greek
καλδαροπόλιον — και καρδαροπόλιον, τὸ (Μ) σκεύος, δοχείο πλατύστομο και αβαθές, καρδάρα, σκουτέλα … Dictionary of Greek
κελέβη — κελέβη, ἡ (Α) 1. ποτήρι, πλατύστομο αγγείο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποτηρίου εἶδος θερμηροῡ καὶ ποιμενικὸν ἀγγεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση κατά την οποία είναι σημιτικής προελεύσεως και συνδέεται με εβρ. k?l?b «δοχείο» δεν φαίνεται… … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
μπότης — ο και μπότι, το μικρό πήλινο πλατύστομο δοχείο για υγρά, κανάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εμ πότης] … Dictionary of Greek
τάσι — το, Ν 1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο με το οποίο πίνεται νερό ή άλλο ποτό («η μια κερνάει με το γυαλί... κι η τρίτη η καλύτερη μ ένα ασημένιο τάσι», δημ. τραγούδι) 2. ο μεταλικός δίσκος ζυγαριάς 3. σταχτοδοχείο 4. τεχνολ. μεταλλικό διακοσμητικό… … Dictionary of Greek
τεύχος — το / τεῡχος, ους, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας… … Dictionary of Greek
τυμωλειτική — ἡ, Α [Τυμωλείτης] πλατύστομο πήλινο ή γυάλινο κυλινδρικό δοχείο κατάλληλο για την τοποθέτηση σάλτσας από ψάρια, η οποία παρασκευαζόταν στην περιοχή τού όρους Τμῶλος* … Dictionary of Greek
Νινευί — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στην ανατολική όχθη του Τίγρη ποταμού, απέναντι από τη σημερινή Μοσούλη, η οποία χτίστηκε κατά την παράδοση από τον μυθικό Νίνο, σύζυγο της Σεμίραμης. Στην πραγματικότητα, η Ν. ανάγεται τουλάχιστον στην 3η π.Χ. χιλιετία … Dictionary of Greek
κανάτα — η (λ. λατ.), μεγεθυντικό του κανάτι μεγάλο κανάτι πλατύστομο που χρησιμοποιείται ως δοχείο νερού, κρασιού κ.ά.: Κέρναγε κρασί με την κανάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)